-
1 σπαράσσω
A : [tense] aor.ἐσπάραξα Babr.95.40
, ([etym.] κατ-) Ar.Ach. 688, etc., [tense] fut. (in IA 1458 σπαράσσεσθαι is restored for σπαράξεσθαι in pass. sense):—[voice] Pass.,[tense] pf. ἐσπάρακται ([etym.] δι-) Eub.15.3:—tear, rend, esp. of dogs, carnivorous animals, and the like ,σάρκας ἐσπάρασσ' ἀπ' ὀστέων E.Med. 1217
;σ. τὰς γνάθους Ar.Ra. 428
:—[voice] Med., σπαράσσεσθαι κόμαν tear one's hair, E.Andr. 1209(lyr.).3 metaph., pull to pieces, attack, ;σ. τινὰς τῷ λόγῳ ὥσπερ σκυλάκια Pl.R. 539b
;τὰς ἀρχάς D.25.50
, cf. Ar. Pax 641, PPetr.2p.57 (iii B.C.), Herod.5.57, Teles p.19 H.:—[voice] Pass.,λώβαισι.. ἐσπαραγμένους Lyc. 656
.4 Medic., σ. τὸ στόμα τῆς κοιλίας provoke sickness, Gal.11.57; cf. σπαρακτέον:—[voice] Pass., σ. ἀνημέτως retch without being able to vomit, Hp.Coac. 546.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαράσσω
См. также в других словарях:
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek